- ανόβιο
- Μικρό κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των ανοβιιδών, γνωστό με την κοινή ονομασία σαράκισάρακας. Τα έντομα αυτά, τόσο τα ενήλικα όσο και οι προνύμφες τους, τρώνε το ξύλο των επίπλων. Κοινότερα σαράκια είναι τα είδη α. το επίμονον και α. το στικτόν· το δεύτερο, κατά την εποχή της αναπαραγωγής, χτυπά ρυθμικά με τον προθώρακα τα τοιχώματα της κρυψώνας του για να προσελκύσει τα άτομα του αντίθετου φύλου· τα χτυπήματα αυτά ακούγονται καθαρά μέσα στη νυχτερινή σιωπή και γι’ αυτό σε πολλές χώρες ο λαός το αποκαλεί ρολόι του θανάτου. Το α. αυτό έχει μήκος 4-5 χιλιοστά και διαθέτει ισχυρά στοματικά όργανα, τα οποία είναι κατάλληλα για να σκάβει μέσα στο ξύλο (όσο σκληρό κι αν είναι) μακρές ελικοειδείς στοές. Οι κοντές κεραίες του είναι πιο χοντρές στην κορυφή, ενώ τα έλυτρά του έχουν λεπτά στίγματα και χρώμα σταχτί σκούρο όπως και το υπόλοιπο σώμα. Άλλα έντομα της ίδιας οικογένειας προσβάλλουν ακόμα και τρόφιμα, χαρτιά, δέρματα κλπ. Από αυτά γνωστότερο είναι το α. του άρτου που έχει μήκος 2-3 χιλιοστά και κιτρινοκοκκινωπό χρώμα.
Το ανόβιο του άρτου, έντομο της οικογένειας των ανοβιιδών (φωτ. Igda).
Το ανόβιο του άρτου, έντομο της οικογένειας των ανοβιιδών (φωτ. Igda).
Οι χαρακτηριστικές στοές που το θηλυκό και η προνύμφη του ανόβιου σκάβουν στην εσωτερική επιφάνεια του φλοιού (φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.